- ηττοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει καταληφθεί από ηττοπάθεια, που έχει χάσει το θάρρος του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… … Dictionary of Greek
ντεφαιτιστής — ο, θηλ. ντεφαιτίστρια ηττοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. defaitiste «ηττοπαθής» < γαλλ. defaite «ήττα»] … Dictionary of Greek
ηττοπάθεια — η [ηττοπαθής] παθολογικός φόβος για επικείμενη ήττα, ο οποίος οφείλεται σε κατάπτωση τού ηθικού τού ηττοπαθούς ή σε αδικαιολόγητη υπερτίμηση τών δυνάμεων τού αντιπάλου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek